- καταλογισάμενοι
- καταλογίζομαιcount upaor part mp masc nom/voc plκαταλογίζομαιcount upaor part mp masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.